«Γούτου Γουπατού» είναι το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που πρωτοδημοσιεύεται την Πρωτοχρονιά του 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Έχει πάρει τον τίτλο του από την ιδιόμορφη γλώσσα που μιλάει ο ήρωας Μανώλης ο Ταπόης ή το Ταπόι. Ο Μανώλης είναι ένας νέος με νοητική υστέρηση και κινητική αναπηρία στη δεξιά πλευρά του σώματός του (ημιπληγία). Ο Μανόλης ζει στο Ναύπλιο με τη μητέρα του, την οποία υπεραγαπά καθώς είναι ο μόνος άνθρωπος που έχει στη ζωή. Τα δύο από τα τρία αδέρφια του έχουν πεθάνει κι ο τρίτος είναι ξενιτεμένος ναυτικός, η μητέρα μέσα στην όλη κοινωνική και οικογενειακή δυσκολία έχει και τη διαφορετικότητα του Μανώλη. “Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. 

Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται…”.

Ο Μανώλης έχει ελάχιστους φίλους, οι περισσότεροι τον περιγελούν λόγω κυρίως της δυσκολίας του στην επικοινωνία. Η νοητική αναπηρία γίνεται εμφανής στο διήγημα κυρίως μέσω των αναλυτικών περιγραφών της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ήρωας η οποία αποδίδεται ως γλώσσα νηπιακή για να δηλωθεί με εύστοχο, αλλά αξιοπρεπή τρόπο η καθυστέρηση. “…Σπάνια πρόσθετε μια συλλαβή ή μετατόπιζε τον τόνο. Η φθογγολογία του ήταν περίεργη, και σ’ αυτήν τα περισσότερα ήταν τα λαρυγγόφωνα, κι από τα άφωνα, τα σκληρά και τα ψιλά. Γατί έλεγε το γατί, γατί το γιατί , γατί το χαρτί”.

Η κινητική δε αναπηρία του Μανώλη δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση του, καθώς στέκεται εμπόδιο για πολλές απλές λειτουργικές δραστηριότητες, αλλά του αφαιρεί και τη δυνατότητα να ασχοληθεί με κάποια χειρονακτική εργασία, γεγονός που επιτείνει την αίσθηση ανικανότητας. “Θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο. Εκτός από τη γλώσσα , ο μισός άνθρωπος ήταν γερός. Το δεξί του πόδι σερνόταν πίσω από το αριστερό, δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα. Το δεξί του χέρι, αν και χοντρό και δυσανάλογο, αν και φαινόταν σχεδόν παράλυτο, είχε τεράστια δύναμη… Ήταν κουτσός, ήταν κουλός και μουγγός . Ήταν ο Μανολιός το Ταπόι.” Σε μια σκληρή εποχή που η επιβίωση ήταν ένας άθλος η ευαισθητοποίηση απέναντι σε ανθρώπους με αναπηρία ήταν ψιλά γράμματα. Όμως, ο Μανώλης είχε ανθρώπους που το νοιάζονταν και οι οποίοι είχαν μάθει την ιδιότυπη γλώσσα του προκειμένου να μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί του. Μόνο σε αυτούς κάνει θελήματα, μόνο στους ανθρώπους που τον σέβονταν. Ο Μανώλης έχει ένα ισχυρό κώδικα ηθικής και καλή καρδιά. “Κάπου-κάπου ένας φιλάνθρωπος ή διακριτικός άνθρωπος τον υπερασπιζόταν ενάντια στην επίθεση των αλητόπαιδων. Σε αυτόν γινόταν σκλάβος για όλη του τη ζωή, και πρόθυμα έκανε γι’ αυτό θελήματα, ενώ με το ζόρι δεχόταν να τον φιλέψουν ή να τον κεράσουν”. Ο προστάτης του ήταν ο κυρ Γιώργη ο Λαυκιώτης. Προστάτευε και ο ίδιος, όμως, τους αδύναμους.

Η πλοκή εκτυλίσσεται μια παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν ο Μανώλης συνόδευσε τα παιδιά στα κάλαντα, για να μην τους κλέψει η ομάδα του νταή της Επάνω Ενορίας, του Μήτρου του Τσηλότατου, ενός άλλου πληγωμένου πλάσματος. Ο Μανώλης θα έρθει αντιμέτωπος με τον Μήτρο-Τσηλότατο, τον Τσηλότατο Γιατρό. Η επιλογή του αντιπάλου δεν γίνεται τυχαία από τον Παπαδιαμάντη. Αυτός ο νταής του πάνω μαχαλά, ο αρχηγός της συμμορίας είναι άλλος ένας απόκληρος, ένα ορφανό που κάνει γιουρούσι στη γειτονιά για να επιβιώσει. Με την σύγκρουση των δύο αυτών πληγωμένων πλασμάτων δίνεται έμφαση στον κοινωνικό αποκλεισμό που δέχονται κι άλλες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού εκτός από τους ΑμεΑ. Ο Μανώλης συγκρούεται με τον Τσηλότατο προκειμένου να προστατέψει τα μικρά παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Μέσα από την συνεργασία του με ένα από τα παιδιά της ομάδας του που γνώριζε την γλώσσα του Μανώλη, κατάφερε να τον νικήσει. Η μάχη αυτή του προσφέρει ένα μερίδιο στην αποδοχή, ότι δεν είναι μόνο το Ταπόη, είναι ο Μανώλης.

Ο Παπαδιαμάντης προσεγγίζει τον Μανώλη με απόλυτο σεβασμό. Παρατηρεί και περιγράφει με λεπτομέρεια την σωματική αναπηρία του αλλά και την ιδιαίτερη γλώσσα που εκείνος χρησιμοποιεί για να επικοινωνήσει. Τον περιγράφει μέσα στο πλαίσιο της διαφορετικότητάς του, σαν κάποιον που προκειμένου να επικοινωνήσεις μαζί του πρέπει να κοπιάσεις, να μάθεις την γλώσσα του και τα τερτίπια του. Υπάρχει χλευασμός από μια μερίδα του κοινωνικού περιβάλλοντος, υπάρχει όμως και ο αντίποδας της αποδοχής και της προσπάθειας για προσέγγιση.