(σημείωμα για την τοποθέτηση του Σταύρου Ιωάννου πάνω στο ντοκιμαντέρ του ”Ικέτες”)
Παρακολουθώντας το 76λεπτο ντοκιμαντέρ ”Ικέτες” θα διέβλεπε κανείς πίσω από τα διακριτικά, ανοιχτά πλάνα έναν υπομονετικό κινηματογραφιστή που παλεύει ενάντια στην ξενοφοβία. Η ματιά που καταγράφει απλά μια ομάδα ανθρώπων που ξεβράζονται στη χώρα μας με την ελπίδα να…
…τους αποδοθεί το πρωταρχικό, πανανθρώπινο δικαίωμα αυτό της ζωής.
Μετά την προβολή η τοποθέτηση του ίδιου του δημιουργού χιώνει τις παραπάνω σκέψεις.
Οι δηλώσεις του πως δεν θα ασχοληθεί ξανά με το θέμα της μετανάστευσης, πως δεν είναι πια διαλλακτικός ή ακόμα πως δεν τον ενδιαφέρουν αυτόν τα ‘Φαρμακονήσια’ είναι μερικές από τις φράσεις του που βοούν ακόμη μέσα στη σκέψη μου. Πιο πολύ όμως η φράση του κυρίου Ιωάννου ‘εγώ είμαι εδώ γιατί με ενδιαφέρει μόνο ο κινηματογράφος, όπως άλλωστε και εσείς’ είναι αυτή που με θύμωσε περισσότερο, γιατί μας καθιστά όλους συνένοχους μέσα από την πρόκριση της κουλτούρας έναντι των καυτών κοινωνικών ζητημάτων που ταλανίζουν την ανθρωπότητα.
Όχι κύριε Ιωάννου, εμείς δεν είμαστε εδώ τόσες ώρες όλες αυτές τις μέρες καθηλωμένοι στο αμφιθέατρο του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας, γιατί μας αρέσει μόνο ο κινηματογράφος.
Τα ντοκιμαντέρ που με τη βοήθειά σας, όπως αναφέρθηκε, επιλέχθηκαν για να ανθολογήσουν αυτό το πρώτο πανόραμα ντοκιμαντέρ ”τεκμηρίωσις” ήταν όλα τους διαλεχτά, πολιτικές κραυγές, ηχηρές ή σιωπηλές.
Με ειδικές θεματικές ενότητες όπως η μετανάστευση, οι μουσικές από όλο τον κόσμο, η ηθική διάσταση της διατροφής, η ιστορική μνήμη.
Κάθε ένα ντοκιμαντέρ και μια ψηφίδα με μυτερή άκρη φώναζαν για το χαμένο ήθος, την ανθρωπιά, τη συντροφικότητα, τη συμφιλίωση.
Και κάθε στιγμή, κάθε εικόνα τους έσκιζε το φλασκί, που έχει τυλίξει την καρδιά μας και την έχει πετσιάσει από το φόβο, την ανασφάλεια, τον πόνο.
Και με αυτές τις προβολές γίναμε πάλι παιδιά και αφεθήκαμε και κλάψαμε, χωρίς να φοβόμαστε πως δεν αντέχουμε άλλο να νοιώθουμε πόνο.
Και τα Φαρμακονήσια μας στοιχειώνουν, γιατί οι ψυχές, είναι ανθρώπων που χάθηκαν παλεύοντας για το δικαίωμα τους στη ζωή.
Πως γίνεται να μην μας ενδιαφέρουν άλλωστε, σήμερα που εμείς στον τόπο μας βλέπουμε τους νέους να ‘χάνονται’ διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην καλύτερη -ακόμη τουλάχιστον- ζωή.
Τα ντοκιμαντέρ κατά τον κύριο Ιωάννου δεν έχουν και μεγάλες διαφορές με τις fiction ταινίες πέρα του ότι οι πρωταγωνιστές και η ίδια η θεματική είναι βγαλμένα από την πραγματικότητα. Κι όμως, ακόμα και ένας αδαής θεατής καταλαβαίνει, νοιώθει το μέγα χάσμα αυτών των δύο γραφών κινηματογράφησης που έχει να κάνει με το βάθος της συγκίνησης. Στα ντοκιμαντέρ μια πηγαία συγκίνηση αναβλύζει μέσα από την ειλικρίνεια των εικόνων, που συνθέτουν οι ιδέες και οι αγωνίες που μοιραζόμαστε οι άνθρωποι σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.
Σε ένα φεστιβάλ που κομβικός θεματικός άξονας είναι η διαφορετικότητα δεν μπορεί να είναι ο κινηματογράφος αυτός καθαυτός που μας ενώνει, αλλά τα τεκμήρια της μνήμης που μας προσφέρει. Το πρώτο πανόραμα ντοκιμαντέρ Καλαμάτας μπορεί να περηφανεύεται πως με την ‘ανθολογία’ του ανέδειξε το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Στη διαφορετικότητα τόσο των ανθρώπων όσο και των δρόμων που ακολουθούν σε θέματα που ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση αλλά και την ανθρώπινη θέση πάνω σε αυτά.
Η αντιμετώπιση της αδυσώπητης οικονομικής κρίσης, το ζήτημα της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, η αγωνία να αποσαφηνιστούν οι εθνικοί μύθοι, ο πόνος για το επερχόμενο γήρας και το θάνατο, η σκληρή καθημερινότητα της επιβίωσης σε γιγαντιαία αστικά κέντρα ή σε απομονωμένα νησιά, η υπέρβαση των ορίων σωματικών ή ψυχικών για ένα όνειρο, η κατανόηση των αντιφάσεων των θρησκευτικών δογμάτων, η περισυλλογή για τις διαστάσεις της οικολογικής καταστροφής, ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων, το πρόταγμα της αλληλοβοήθειας και η οργάνωση σε κοινότητες ως απάντηση στην αδηφάγα ανάπτυξη είναι κάποια από τα θέματα που καθρεφτίστηκαν στο πανί των προβολών. Σε όλους αυτούς τους δρόμους πόσο μακριά ή πόσο κοντά είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση, η αξιοπρεπής επιβίωση, το ήθος, η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά; Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί όλες αυτές τις μέρες αφύπνισαν τις συνειδήσεις μας. Ο σκοπός επιτεύχθηκε, αν βέβαια ήταν κι αυτός ένας από τους σκοπούς της διοργάνωσης.
Έτσι, για να γυρίσουμε στην αφορμή αυτού του σημειώματος, οι ‘Ικέτες’ έγινε ένα τρανταχτό παράδειγμα του πως ένα δημιούργημα φεύγοντας από τα χέρια του καλλιτέχνη μπορεί να αποκτήσει μια δύναμη ανήκουστη, πρωτοφανή που ακόμα και ο ίδιος ο δημιουργός μπορεί και να μην δύναται να σηκώσει.
Κλείνοντας, οφείλουμε νομίζω να ευχαριστήσουμε τους διοργανωτές του φεστιβάλ για τις εικόνες που μας χάρισαν. Και φυσικά να ευχαριστήσω προσωπικά τον κύριο Ιωάννου που με τα λεγόμενά του με ανάγκασε να κοινωνήσω δημόσια το θυμό μου.